- πόλντερ
- Ολλανδικός όρος που έχει γίνει διεθνής και σημαίνει παράκτια έκταση με χαμηλό υψόμετρο. Πρόκειται γενικά για έδαφος το οποίο η θάλασσα κατακλύζει κατά την πλημμυρίδα ή κατά τις τρικυμίες και στο οποίο ιδιαίτερη επίπτωση έχουν οι ποτάμιες προσχώσεις, που εναποθέτουν ασταθή αμμώδη υπολείμματα: ο όρος, όμως, δεν αναφέρεται σε τέτοιες περιοχές στη φυσική τους κατάσταση, αλλά σ’ εκείνες που ο άνθρωπος έχει αποξηράνει με παραθαλάσσια φράγματα και τις έχει αξιοποιήσει, ιδιαίτερα με τη γεωργία. Αφού με τον τρόπο αυτό απομονωθούν οι εκτάσεις, το πρώτο πρόβλημα που εμφανίζεται είναι αυτό της απομάκρυνσης του αλμυρού νερού που λιμνάζει εκεί: αυτό επιτυγχάνεται αρκετά απλά, είτε με υδροφράχτες που ανοίγονται στη θάλασσα κατά την αμπώτιδα κι έτσι αποσύρεται το νερό, είτε με υδραντλίες συνεχούς λειτουργίας. Ύστερα δίνεται λύση στο πρόβλημα της αλμυρότητας του εδάφους, που έχει διαποτιστεί από τη θάλασσα: αυτό γίνεται είτε αυτόματα με τη δράση του βρόχινου γλυκού νερού είτε με τα δίκτυα των διωρύγων που συγκεντρώνουν ποτάμια νερά, γλυκά κι αυτά, τα οποία διαλύουν και απομακρύνουν τα άλατα. Μετά, το έδαφος αποδίδεται στη γεωργία με τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων.
Πόλντερ στην Ολλανδία. Το έδαφος, που καλλιεργείται συστηματικά, είναι αποκομμένο από τη θάλασσα και χωρίζεται με πολυάριθμες διώρυγες.
* * *το, Νάκλ. βαθύπεδο που άλλοτε καλυπτόταν από θάλασσα και το οποίο αποστραγγίστηκε με τη βοήθεια διωρύγων και φραγμάτων, παράλληλων προς την ακτογραμμή.
Dictionary of Greek. 2013.